Στείλετε τα σχόλια και τις αναρτήσεις σας στο: matsolanews@yahoo.gr

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Τα μαθηματικά του έρωτα

Κούκλα, με γούστο, αέρινη, θηλυκή.
Την πρωτοείδε πριν από είκοσι χρόνια στο μπαρ, να πίνει μαργαρίτα.

Ολόκληρη ένα λίκνισμα. Την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.
Την πήρε απ’ το χέρι, της ψιθύρισε ερωτόλογα, τη χόρεψε με πάθος, ερωτικά, αγκαλιαστά κι εκείνη έπεσε σαν ώριμο φρούτο.

Μετά από έξι μήνες βάλανε στεφάνι.
Αγόρασαν κι ένα τριάρι, με δάνειο φυσικά και στέγασαν μέσα τον έρωτά τους.
Στο χρόνο πάνω ήρθε το πρώτο τους παιδάκι και μετά από μια τριετία το δεύτερο.
Η απόλυτη ολοκλήρωση.

Μια οικογένεια ζεστή, αγαπημένη ευτυχισμένη.
Όχι από αυτές που αλείφουν τα βιτάμ στο ψωμί υπό το κελάηδημα των πουλιών και τη θέα της γαλήνιας θάλασσας.
Ούτε από τις άλλες με την τρίπατη μονοκατοικία και τον κήπο με τα τροπικά φυτά, το πάντα φρεσκοκουρεμένο γκαζόν και τη θερμαινόμενη πισίνα.

Τον είχαν πάντως τον τρόπο τους.
Οι υποχρεώσεις καλύπτονταν άνετα και περίσσευαν και αρκετά για γούστα και λούσα.
Κανένα ρουχαλάκι φιρμάτο, καμιά εβδομάδα διακοπών στα κοσμοπολίτικα νησιά το καλοκαίρι, καμιά έξοδος για ποτάκι, μη σου πω και δείπνο γκουρμεδιά σε εστιατόριο πολυτελείας σε κάθε επέτειο γάμου.
Όλα καλά και ανθηρά. Ευτυχείτε.

Ύστερα ήρθε η κρίση. Τον βρήκε στη δύση της τέταρτης δεκαετίας της ζωής του.
Εκείνος ελεύθερος επαγγελματίας άρχισε να χάνει εισόδημα καθώς οι πελάτες λιγόστευαν και τα χαράτσια αυξάνονταν.
Εκείνη ιδιωτικός υπάλληλος άρχισε κάτι ωράρια ελαστικά, τραβηγμένα και υπό τον φόβο της απόλυσης.

Το χαμόγελο χάθηκε, τα χρέη φούσκωναν ο εκνευρισμός καθημερινός, τα προβλήματα μεγάλα.
Έχασαν τη μαγεία.

Και μια μέρα μπήκε στο μαγαζί η άλλη.
Φραγκάτη, περιποιημένη, προκλητικά ντυμένη με βλέμμα «τα έχω όλα», ύφος υπεροπτικό.
Πάρκαρε έξω από το μαγαζί τις αφηνιασμένες φοράδες του γκαζιάρικου τετράτροχου εργαλείου της και εισέβαλε στο κατάστημα στηριγμένη στη δωδεκάποντη γόβα της, με χορευτικές σχεδόν κινήσεις.

Τράβηξε με νάζι το ξανθό τσουλούφι που έπεφτε στο μέτωπό της στραβώνοντας τον με το κοτρωνέ διαμαντικό που φιγουράριζε στο δάχτυλό της.
Έμεινε άφωνος να την κοιτά. Τι γυναίκα!

Εκείνη έπιασε την αδυναμία του με την πρώτη.
Κι αποφάσισε να παίξει με το χαριτωμένο παιχνιδάκι που της άνοιγε τις πόρτες της ψυχούλας του διάπλατα.
Τον έπαιζε στα δάχτυλα.
Έτσι θα φας, αλλιώς θα ντυθείς, αυτό θα πεις, σε εκείνο θα συμφωνήσεις, εκεί θα είσαι άντρας, αλλού θα είσαι αόρατος, τώρα σε θέλω σκληρό, ύστερα πειθήνιο.

Ανήμπορος αντίδρασης την άφησε να τον πατήσει με το δωδεκάποντο τακούνι της.
Να τον εξαφανίσει. Να του ρουφήξει το κορμί, το μυαλό, τα συναισθήματα, τον ανδρισμό.
Να τον κάνει νάνο. Τον έστυψε.

Κι ύστερα τον παράτησε για έναν του κόσμου της.
Της ίδιας κενότητας και φαυλότητας, της ίδιας αλητείας.
Διαλύθηκε ο καψερός. Σαν χάρτινος πύργος κατέρρευσε.
Μάζεψε τα κομμάτια του και είπε να γυρίσει σπίτι του.

Κλειστή βρήκε την πόρτα. Μανταλωμένη.
Η όμορφη μάνα των παιδιών του που είχε μάθει τις πομπές του, αυτή την ώρα περίμενε για να τον διώξει.
Και το ‘κανε.
Χωρίς καμιά αναστολή, χωρίς ενδοιασμούς και νοσταλγικά πισωγυρίσματα, ένεκα το ευτυχές παρελθόν.
Έτσι και ραγίσει το γυαλί σπάει, θρύψαλα γίνεται.
Τώρα κοιμάται στο μαγαζί, μόνος, ντροπιασμένος, μετανιωμένος.

Γι αυτό αγόρια προσοχή στις γυναίκες αράχνες.
Μπορεί να σας θαμπώνουν, αλλά είναι η καταστροφή σας.
Μαθηματικώς εξακριβωμένο.
Μαρία Σαχινίδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου